16/5/09

Z ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ #55 Μαϊ.09

Οι Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας

του Χάουαρντ Ζιν[1]


Δημήτρης Κωνσταντίνου


Μεταφράζοντας το πολιτικό βιβλίο του ριζοσπάστη ιστορικού Χάουαρντ Ζιν αναρωτήθηκα για μία ακόμη φορά: Μήπως η Ιστορία, όπως και τόσες άλλες «επιστήμες», έβλαψαν τον άνθρωπο και την κοινωνία του, του χάρισαν απλόχερα εκατόμβες για να 'χει να θυμάται;

Οτιδήποτε ξεφεύγει από τον έλεγχο των καθημερινών ανθρώπων, από τη συνεχή κρίση και αμφισβήτηση, οτιδήποτε αυτονομείται, χαρίζεται στους ειδικούς και τελικά γίνεται υποχείριο εκείνων που μέσα από κάποιες ιστορικές αλλά αφανέρωτες διαδικασίες απέκτησαν εξουσία εις βάρος μας, είναι φυσικό να μας βλάπτει. Έτσι και η περισπούδαστη αλλά ρηχή ιστορία μάς ανάγκασε από τα μικράτα μας να αποστηθίζουμε μάχες, πολέμους, στρατηγούς και βασιλιάδες, πρωθυπουργούς και προέδρους, αγώνες κρατών για σύνορα και ψεύτικη ελευθερία. Σε σχολεία και πανεπιστήμια, ως αναπόσπαστο κομμάτι του ακαδημαϊκού βάλτου, η Ιστορία μάς έμαθε να λύνουμε τα προβλήματά μας με ηγέτες και πολέμους.

Ο Χάουαρντ Ζιν δεν είναι ένας συνηθισμένος καθηγητής πανεπιστημίου. Ίσως επειδή είναι αναρχικός. Ο ίδιος, στο βιβλίο του Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας, αναφέρει: «Η προσωπική μου άρνηση να αποδεχτώ είτε το σοβιετικό σοσιαλισμό είτε τον αμερικανικό καπιταλισμό ως μοντέλα δικαιοσύνης και ελευθερίας με οδήγησε, ενώ συμμετείχα στα κινήματα του '60, στη διαρκή μελέτη της φιλοσοφίας του αναρχισμού».

Και συνεχίζει: «Οι αναρχικοί, ανακάλυψα, δεν πιστεύουν στην αναρχία όπως συνήθως ορίζεται – αταξία, αποδιοργάνωση, χάος, σύγχυση και ο καθένας να κάνει αυτό που του αρέσει. Αντίθετα, πιστεύουν ότι η κοινωνία πρέπει να είναι οργανωμένη με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, ότι οι άνθρωποι πρέπει να συνεργάζονται στην εργασία και την ψυχαγωγία και να συγκροτούν μία όμορφη κοινωνία… πιστεύουν ότι κάθε οργάνωση πρέπει να αποφεύγει την ιεραρχία, την εξουσία από τα πάνω· πρέπει να είναι δημοκρατική, συναινετική, να φτάνει σε αποφάσεις με συνεχή συζήτηση και επιχειρηματολογία».

Στην ιστορία που διδάσκει ο Ζιν δε θα μάθετε για τα ανδραγαθήματα των πλούσιων και δυνατών, των πολιτικών ηγετών, των βιομηχάνων, των σπουδαίων σωτήρων του λαού, αλλά για την πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται αργά και επίπονα, μακριά από τις πένες των ιστορικών, μέσα από τις άοκνες προσπάθειες καθημερινών ανθρώπων που κυριεύτηκαν από την ιδέα της περισσότερης δικαιοσύνης, ένωσαν τις δυνάμεις τους, οργανώθηκαν και αγωνίστηκαν για να φέρουν τα πάνω κάτω.

Ο Χάουρντ Ζιν προέρχεται από φτωχή οικογένεια μεταναστών και μεγάλωσε στις σκοτεινές και βρώμικες εργατικές κατοικίες της Ν. Υόρκης. Ομολογεί ότι έγινε ιστορικός για ν' αλλάξει τον κόσμο και έθεσε την ιστορία στην υπηρεσία του ανθρώπου ως εργαλείο μεταβολής της κοινωνίας και όχι διαιώνισης μιας άρρωστης πραγματικότητας. Πεπεισμένος ο ίδιος ότι η κοινωνική πρόοδος, όπου και όσο αυτή συντελέστηκε στην πάροδο των αιώνων, προήλθε μόνο μέσα από τους αγώνες των απλών ανθρώπων που πάλεψαν ενάντια σε κάθε είδους εξουσιαστικούς και καταπιεστικούς μηχανισμούς, φέρνει στο φως την ιστορία από τα κάτω.

Όσοι από εμάς έχουμε εντρυφήσει στις αφηρημένες έννοιες θα συγκινηθούμε διαβάζοντας τον Χάουαρντ Ζιν γιατί μας επιστρέφει στο χειροπιαστό· εκεί όπου ανήκουμε. Έτσι κι αλλιώς οι σπουδαίες ιδέες είναι απλές, εμείς τις περιπλέκουμε. Μετά από διακόσια χρόνια φίμωσης, λογοκρισίας και δυσφήμισης του αναρχικού σοσιαλισμού από εχθρούς και φίλους, στο μεταίχμιο του 20ου και 21ου αιώνα, τη στιγμή που κατέρρευσε ο εξουσιαστικός μπολσεβικισμός, ο Χάουαρντ Ζιν μας χάρισε ίσως το καλύτερο λαϊκό εγχειρίδιο εισαγωγής στον αναρχικό σοσιαλισμό, όπως αυτός οριοθετήθηκε ως κοινωνική θεωρία αναζήτησης της αυτονόητης ελευθερίας, δικαιοσύνης και ειρήνης. Και επειδή στα μυαλά πολλών στην εποχή μας αυτές οι έννοιες είναι ομιχλώδεις, τα ιστορικά στοιχεία του Χάουαρντ Ζιν είναι διαφωτιστικά: ξεκαθαρίζουν σε όλους μας τι πάει να πει αδικία, σκλαβιά και πόνος .

Οι συλλογισμοί του Ζιν βασίζονται σε στοιχεία της αμερικανικής κοινωνίας. Και ακριβώς γι' αυτό δεν περιορίζονται εκεί, αλλά  αποκτούν παγκόσμιο χαρακτήρα, αφού το αμερικανικό κοινωνικό  μοντέλο, συνέχεια του δυτικοευρωπαϊκού, επικράτησε διεθνώς. Και αυτή ακριβώς είναι η αξία της σκέψης του για τον ελληνικό μικρόκοσμο.

Στις Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας ο συγγραφέας αποδομεί την κυρίαρχη αμερικανική ιδεολογία και το μοντέλο της δυτικής δημοκρατίας που εξαπατά τους πολίτες της προσφέροντας ψεύτικο πλουραλισμό και κίβδηλη ελευθερία. Εκφράζει την απέχθειά του για τους ειδικούς και απορρίπτει τον ψεύτικο πολιτικό ρεαλισμό του Μακιαβέλι. Αποδεικνύει ότι η βία είναι προϊόν των ιστορικών συνθηκών και καταγγέλλει την κατάχρηση της Ιστορίας από τους «συναδέλφους» του. Ως γνήσιος ειρηνιστής, πιστεύει ότι «ο πόλεμος δεν εξανθρωπίζεται· καταργείται» και οραματίζεται «πώς θα καταφέρουμε στον 21ο αιώνα να κατακτήσουμε τη δικαιοσύνη με αγώνα αλλά χωρίς πόλεμο». Και όταν λέει δικαιοσύνη δεν εννοεί τους νόμους. Για τον Χάουαρντ Ζιν όλοι οι νόμοι δεν είναι δίκαιοι και οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη υποχρέωση να επιδιώκουν τη δικαιοσύνη, παρά να υπακούουν τους νόμους.

Μεγαλωμένος σε μια χώρα με τεράστιες αντιθέσεις, εκπληκτική τεχνολογική πρόοδο και απαίσιες συνθήκες φτώχειας, ο συγγραφέας δε θα μπορούσε να μην κατακεραυνώσει και το οικονομικό σύστημα της γενέτειράς του. Ο Ζιν δεν έχει καμιά αμφιβολία για την ταξική πραγματικότητα του καπιταλισμού. Ξεκαθαρίζει ότι ο ταξικός αγώνας είναι μια αναγκαιότητα και σημειώνει: «Αν θέλουμε να κάνουμε τις ριζικές αλλαγές που απαιτούνται για να έχουμε μια κατάσταση οικονομικής δικαιοσύνης… θα χρειαστεί οι άνθρωποι να οργανωθούν και να αγωνιστούν» ενάντια στο καθεστώς της αντιπροσωπευτικής ολιγαρχίας και τις συνθήκες στέρησης της ελευθερίας, όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα ούτε να συμμετάσχουν στη λήψη των ζωτικών αποφάσεων για τη ζωή τους.

Ωστόσο, για τον Χ. Ζιν, «τα μέσα που μεταχειριζόμαστε για να πετύχουμε την κοινωνική αλλαγή πρέπει να συνάδουν ηθικά προς τους σκοπούς». Η μη βίαιη άμεση δράση παίρνει τη θέση της μαζικής βίας. Γι' αυτόν «η μη βία δε σημαίνει αποδοχή αλλά αντίσταση – όχι αναμονή αλλά δράση. Δεν είναι καθόλου παθητική. Περιλαμβάνει απεργίες, μποϋκοτάζ, άρνηση συνεργασίας, μαζικές διαδηλώσεις και σαμποτάζ, καθώς και εκκλήσεις στη συνείδηση του κόσμου, ακόμη και προς τα άτομα της καταπιεστικής τάξης, που ίσως κάποια στιγμή σπάσουν τα δεσμά τους με το παρελθόν... Η μη βίαιη δράση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημοκρατία. Η βία με τη μορφή της τρομοκρατίας είναι η απεγνωσμένη τακτική μικρών ομάδων που αδυνατούν να συγκροτήσουν μια μαζική βάση λαϊκής υποστήριξης. Οι κυβερνήσεις προτιμούν πολύ περισσότερο τη βία αυτών των πειθαρχημένων στρατών που μπορούν να τους ελέγξουν, παρά τις τακτικές της μη βίας που θα τις ανάγκαζαν να παραχωρήσουν εξουσία σε μεγάλους αριθμούς πολιτών, οι οποίοι θα μπορούσαν στη συνέχεια να απειλήσουν την εξουσία της ελίτ».

Για τον ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΖΙΝ  η υπέρτατη δύναμη δεν είναι τα όπλα· είναι οι άνθρωποι που αγωνίζονται.



[1] Το βιβλίο του Χάουαρντ Ζιν Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας αναμένεται από τις εκδόσεις ΕΞΑΡΧΕΙΑ το Μάιο του 2009.




Κόσμος χωρίς Σύνορα

Συνέντευξη του Χάουαρντ Ζιν

στον Ντέιβιντ Μπαρσάμιαν[1]

                Β΄ ΜΕΡΟΣ

 

Β:            Στις μέρες μας έχει ξεσπάσει μεγάλη διαμάχη για το κριτήριο με το οποίο επιλέγονται τα βιβλία που διδάσκονται στα σχολεία και για το περιεχόμενό τους. Πολλοί κατηγορούν ορισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ότι ελέγχονται από αριστερούς, μαρξιστές καθηγητές. Είναι πιο έντονο αυτό το φαινόμενο σήμερα ή απλώς παρουσιάζει διακυμάνσεις;

                Ζ:             Στον κόσμο της εκπαίδευσης διεξάγεται από πάντα μία σύγκρουση. Αυτά που διδάσκονται οι νέοι, τα βιβλία αλλά και οι δάσκαλοι πάντα ελέγχονταν αυστηρά, για τον απλούστατο λόγο ότι η εκπαίδευση αποτελεί διαχρονική απειλή για το καθεστώς και γι' αυτό οι άνθρωποι της εξουσίας παρακολουθούν πολύ στενά το αναπόφευκτο ρίσκο που αναλαμβάνεται όταν νέοι άνθρωποι μπαίνουν μέσα σε μία τάξη. Θυμάμαι το 1950, κατά την περίοδο του Μακάρθι, ο Χάρολντ Βέλντε, γερουσιαστής από το Ιλινόις που αργότερα έγινε γραμματέας της HUAC[2], εναντιώθηκε σε μία πρόταση χρηματοδότησης μονάδων κινητής βιβλιοθήκης που θα περιόδευαν στην επαρχία, επειδή όπως ανέφερε «η επιμόρφωση των Αμερικανών μέσω της βιβλιοθήκης θα μπορούσε να επιφέρει αλλαγή στην πολιτική τους στάση πολύ γρηγορότερα από κάθε άλλη μέθοδο. Η βάση της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής προπαγάνδας είναι η εκπαίδευση των ανθρώπων». Παρόλο που δεν πιστεύω ότι αυτό είναι κυριολεκτικά αληθινό, θεωρώ πραγματικά ότι η μόρφωση των ανθρώπων έχει επικίνδυνες δυνατότητες, ότι πάντα είχε και γι' αυτό παρακολουθείται πολύ στενά. Διαρκώς γίνονται προσπάθειες ελέγχου της.

                Είναι, όμως, η σημερινή προσπάθεια ελέγχου της εκπαίδευσης των νέων πιο έντονη απ' ότι στο παρελθόν; Πιστεύω ότι αυτό ίσως είναι αλήθεια, για έναν λόγο. Το διακύβευμα για τις ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτερο από ποτέ. Σήμερα, που οι ΗΠΑ προσπαθούν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στον κόσμο, το καθεστώς επενδύει πολλά στην ανατροφή μιας γενιάς ανθρώπων που θα αποδέχονται άκριτα τους χειρισμούς της αμερικανικής κυβέρνησης. […]

 

                Β:            Πραγματοποιήθηκε μια διαδήλωση στο Τάος του Νιου Μέξικο, στις 15 Φεβρουαρίου 2003. Το κεντρικό πανό έγραφε: «Καμία σημαία δεν είναι τόσο πλατιά, ώστε να καλύψει τη ντροπή της εξόντωσης αθώων ανθρώπων». Αυτή είναι δική σας φράση. Με ποιον τρόπο χρησιμοποιείται ο πατριωτισμός σήμερα;

                Ζ:             Ο πατριωτισμός χρησιμοποιείται σήμερα όπως πάντα, δηλαδή για να συνενώσει όλους τους ανθρώπους ενός έθνους σε έναν κοινό αγώνα, αυτόν της υποστήριξης του πολέμου και της αύξησης της εθνικής ισχύος. Ο πατριωτισμός χρησιμοποιείται για να δημιουργεί στον κόσμο την ψευδαίσθηση του υποτιθέμενου κοινού συμφέροντος. Παραπάνω αναφέρθηκα στην αναγκαιότητα να δούμε την κοινωνία μέσα από ταξικούς όρους, για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουν κοινά συμφέροντα όλοι οι άνθρωποι στην κοινωνία μας αλλά αντικρουόμενα. Αυτό που κάνει ο πατριωτισμός είναι να παριστάνει το υποτιθέμενο κοινό μας συμφέρον. Και η σημαία είναι το σύμβολό του. Έτσι, ο πατριωτισμός παίζει τον ίδιο ρόλο με ορισμένες εκφράσεις στην εθνική μας γλώσσα.

 

                Β:            Οι ΗΠΑ είναι η μοναδική χώρα στην ιστορία που χρησιμοποίησε όπλα μαζικής καταστροφής. Το 2005 ήταν η 60η επέτειος των βομβαρδισμών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Τυχαία, σ' εκείνη την επέτειο έγιναν γνωστές κάποιες καινούργιες πληροφορίες που ανέφεραν ότι οι ΗΠΑ σχεδίαζαν νέα ατομικά όπλα, πιο ισχυρά και αξιόπιστα. Πού βρισκόσουν όταν έπεσαν οι βόμβες και τι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό σου;

                Ζ:             Το θυμάμαι πολύ καθαρά επειδή είχα μόλις γυρίσει από τις αποστολές βομβαρδισμού στην Ευρώπη. Ο πόλεμος εκεί τελείωσε, όμως στην Ασία ο πόλεμος με την Ιαπωνία συνεχιζόταν. Επιστρέψαμε στη χώρα τον Ιούλιο του 1945. Πήραμε 30 μέρες άδεια και στη συνέχεια έπρεπε να παρουσιαστούμε ξανά στην υπηρεσία, για να μετατεθούμε στον Ειρηνικό και να συνεχίσουμε τον πόλεμο ενάντια στην Ιαπωνία. Ενώ περίμενα σε μία στάση λεωφορείου, διάβασα τον τίτλο μιας εφημερίδας σ' ένα περίπτερο: «Έπεσε ατομική βόμβα στη Χιροσίμα». Επειδή ο τίτλος ήταν τόσο ογκώδης, υπέθεσα ότι η βόμβα αυτή ήταν τεράστια, παρόλο που δεν ήξερα τι σήμαινε ατομική βόμβα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι δεν θα χρειαζόταν να πάω στην Ιαπωνία, ότι ίσως έτσι να τελείωνε ο πόλεμος. Και αυτό με χαροποίησε. Άρχισα να εξετάζω το θέμα του βομβαρδισμού της Χιροσίμα, μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Τζον Χέρσεϊ Χιροσίμα[3], το οποίο περιείχε ορισμένα άρθρα από το περιοδικό Νιου Γιόρκερ. Ο Χέρσεϊ ταξίδεψε στη Χιροσίμα και μίλησε σε επιζώντες. Μπορείς να φανταστείς σε τι κατάσταση ήταν αυτοί οι άνθρωποι: χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, τυφλοί, με το δέρμα τους τόσο κατεστραμμένο που δεν άντεχες να το κοιτάξεις. Ο Χέρσεϊ μίλησε σ' αυτούς τους ανθρώπους και κατέγραψε τις ιστορίες τους. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά τις τραγικές συνέπειες του βομβαρδισμού.

                Είχα ρίξει βόμβες στην Ευρώπη, αλλά δεν είχα δει τίποτα στο έδαφος, γιατί όταν βομβαρδίζεις από τα 30.000 πόδια δεν βλέπεις τίποτα. Δεν ακούς τα ουρλιαχτά, δεν αντικρίζεις το αίμα, δεν ξέρεις τι παθαίνουν οι άνθρωποι στη γη. Όταν διάβασα το βιβλίο του Χέρσεϊ, συνειδητοποίησα τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών στα ανθρώπινα πλάσματα. Το βιβλίο αυτό μου άλλαξε την άποψη όχι μόνο για τους βομβαρδισμούς αλλά και για τον πόλεμο. Μου αποκάλυψε ότι ο πόλεμος στις μέρες μας, στην εποχή του βομβαρδισμού από μεγάλα ύψη, των βλημάτων μεγάλης εμβέλειας και του θανάτου εξ αποστάσεως, αναπόφευκτα σημαίνει την τυφλή εξόντωση τεράστιου αριθμού ανθρώπων και δεν είναι αποδεκτός ως μέθοδος επίλυσης των προβλημάτων.

 

                Β:            Ορισμένοι σε έχουν χαρακτηρίσει ως αναρχικό ή/και δημοκρατικό σοσιαλιστή. Αισθάνεσαι άνετα μ' αυτούς τους χαρακτηρισμούς; Τι σημαίνουν για σένα;

                Ζ:             Το πόσο άνετα αισθάνομαι με αυτούς τους χαρακτηρισμούς εξαρτάται από το ποιος τους χρησιμοποιεί. Δεν με ενοχλεί να τους χρησιμοποιείς εσύ. Όμως, αν τους χρησιμοποιεί κάποιος που υποψιάζομαι ότι δε γνωρίζει τι σημαίνουν, τότε αισθάνομαι άβολα, γιατί νιώθω ότι οι όροι χρειάζονται διευκρίνιση. Σε τελική ανάλυση, ο όρος αναρχικός για πολλούς παραπέμπει σε κάποιον που ρίχνει βόμβες, που διαπράττει τρομοκρατικές ενέργειες, που πιστεύει στη βία. Όλως περιέργως, ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε μόνο για άτομα που ασκούν βία και όχι για κυβερνήσεις που κάνουν το ίδιο. Αφού δεν πιστεύω στη ρίψη βομβών ή στην τρομοκρατία ή στη βία, δεν επιθυμώ αυτός ο ορισμός του αναρχισμού να χρησιμοποιείται στην περίπτωσή μου.

Ο αναρχισμός παρουσιάζεται λαθεμένα ως την πραγμάτωση μίας κοινωνίας όπου δεν υπάρχει καμία οργάνωση ούτε ευθύνη αλλά μόνο ένα χάος. Είναι φανερό ότι και πάλι δε συνειδητοποιείται η ειρωνεία ενός κόσμου που είναι στο έπακρο χαοτικός και παρ' όλα αυτά δε χαρακτηρίζεται αναρχικός.

Για μένα, αναρχισμός είναι το όραμα μιας κοινωνίας με δημοκρατική οργάνωση στην οικονομία και στη λήψη αποφάσεων, όπου δεν υφίσταται πλέον η εξουσία των καπιταλιστών, της αστυνομίας, των δικαστηρίων και όλων των οργάνων της σημερινής κοινωνίας που ελέγχουν τις πράξεις των ανθρώπων. Μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι αποφασίζουν για τις τύχες τους και δεν εξαναγκάζονται να επιλέξουν μεταξύ δύο πολιτικών κομμάτων, που κανένα τους δεν εκφράζει τα συμφέροντά τους. Εννοώ, λοιπόν, τον αναρχισμό ως πολιτική και οικονομική δημοκρατία, με την καλύτερη έννοια του όρου.

                Όσον αφορά τον σοσιαλισμό, που είναι ένας άλλος όρος τον οποίο αποδέχομαι άνετα, δεν τον ταυτίζω με το αστυνομικό κράτος της Σοβιετικής Ένωσης. Εξάλλου, τον όρο αυτόν τον  έχουν καπηλευτεί πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι, κατά την άποψή μου, δεν ήταν σοσιαλιστές αλλά ολοκληρωτικοί. Για μένα, σοσιαλισμός σημαίνει μια κοινωνία ισότητας, όπου η οικονομία προσαρμόζεται στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι στα επιχειρηματικά κέρδη.

 

                Β:            Το σύνθημα του ετήσιου Διεθνούς Κοινωνικού Φόρουμ είναι: «Ένας κόσμος διαφορετικός είναι εφικτός». Αν κλείσεις τα μάτια σου για ένα λεπτό, τι είδους κόσμο θα οραματιζόσουν;

                Ζ:             Στον κόσμο που οραματίζομαι δεν θα υπάρχουν εθνικά σύνορα, θα μπορείς να μετακινηθείς από τη μια χώρα στην άλλη με την ίδια ευκολία που ταξιδεύεις από τη Μασαχουσέτη στο Κονέκτικατ και δε θα υπάρχουν διαβατήρια, βίζες ή περιορισμοί στη μετανάστευση. Οραματίζομαι την αληθινή παγκοσμιοποίηση στην ανθρώπινη διάσταση, όπου θα αναγνωρίζεται ότι ο κόσμος είναι ενιαίος και τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν παντού τα ίδια δικαιώματα.              Σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορείς να κάνεις πόλεμο, γιατί ολόκληρος ο κόσμος θα είναι η οικογένειά σου, όπως ακριβώς δεν διανοούμαστε να κάνουμε πόλεμο σε μια διπλανή ή και απομακρυσμένη Πολιτεία.

                Οι πόροι του πλανήτη θα διανέμονται δίκαια και ο καθένας θα έχει πρόσβαση σε καθαρό νερό. Πράγματι, θα χρειάζεται κάποια οργάνωση ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα πλούτη της γης θα μοιράζονται ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.

                Στον κόσμο αυτόν οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι να εκφραστούν και θα υπάρχει αληθινή χάρτα των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Σε έναν κόσμο όπου οι θεμελιώδεις ανάγκες των ανθρώπων θα ικανοποιούνται, αυτοί θα μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα, γιατί τα πολιτικά δικαιώματα και η ελευθερία του λόγου εξαρτώνται από την οικονομική κατάσταση και την ικανοποίηση των βασικών οικονομικών αναγκών.

Οραματίζομαι έναν κόσμο όπου οι διαχωρισμοί της φυλής, της θρησκείας και του έθνους δε θα αποτελούν αιτίες ανταγωνισμού. Παρότι θα υπάρχουν πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές αυτές δε θα είναι αιτίες βίαιων συγκρούσεων μεταξύ των ανθρώπων. Πιστεύω ότι θα είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι δε θα χρειάζεται να δουλεύουν παραπάνω από λίγες ώρες την ημέρα, κάτι που είναι εφικτό με τη σύγχρονη τεχνολογία. Εφόσον αυτή δε χρησιμοποιείται με τον σημερινό τρόπο, για πόλεμο και για άχρηστες δραστηριότητες, οι άνθρωποι θα μπορούν να δουλεύουν 3 με 4 ώρες την ημέρα και να παράγουν αρκετά αγαθά για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θα έχουν πολύ περισσότερο χρόνο για μουσική, αθλητισμό και λογοτεχνία και θα ζουν ανθρώπινα και ειρηνικά όλοι μαζί.

 

                Β:            Έχεις πει ότι έγινες δάσκαλος με έναν μετριοπαθή σκοπό· να αλλάξεις τον κόσμο. Σε ποιο βαθμό έχεις πετύχει τον σκοπό σου;

                Ζ:             Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ελπίζω με το γράψιμό μου, τις ομιλίες μου και τη δράση μου να βοήθησα κάποιους  ανθρώπους είτε να κατανοήσουν τον κόσμο καλύτερα είτε να γίνουν πιο ενεργοί πολίτες. Και θεωρώ ότι αυτά που έχω κάνει, μαζί με τις σημαντικότερες προσπάθειες εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων, εφόσον έχουν διάρκεια και διαδοθούν σε ακόμη περισσότερους, τότε, ναι, ίσως μια μέρα να γίνει πραγματικότητα ο κόσμος που οραματίζομαι.

 

Ο Χάουαρντ Ζιν, επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης,  είναι ίσως ο σημαντικότερος ριζοσπάστης ιστορικός των ΗΠΑ. Διαδραμάτισε ενεργητικό, κινηματικό ρόλο. Τα βιβλία του, Η ιστορία του λαού των ΗΠΑ (στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αιώρα) και Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας (στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΕΞΑΡΧΕΙΑ), έχουν κάνει θραύση στην Αμερική.

 

                Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου

 



[1] David Barsamian. Διευθυντής του Alternative Radio (www. alternativeradio.org). 

[2] Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων.

[3] John Hersey, Hiroshima. Εκδόσεις Νew Yorker, ΗΠΑ, 1946.

 

 





 

Κρίνοντας την Οικονομική Πολιτική

 

Μάικλ Άλμπερτ

 

Η οικονομία είναι χάος. Πράγματι, από τη σκοπιά των φτωχών, ήταν χάος ακόμη και πριν την κρίση, αλλά τα πράγματα είναι τώρα τόσο αποσαθρωμένα που ακόμη και τα ψηλότερα ρετιρέ χάνουν μετρητά. Η κατάρρευση μας γνέφει. Η ανάγκη απαιτεί πολιτική. Οι αντιμαχόμενοι θεσμοί θα ζητήσουν, θα απαιτήσουν και θα φτάσουν να πολεμήσουν για αλλαγές. Πολιτικές θα επακολουθήσουν. Η ερώτηση δεν είναι αν θα συμβούν, αλλά αν θα είναι καλές ή κακές.

 

Ένας τρόπος για να αποφασίσουμε είναι να δούμε κάθε πρόταση ξεχωριστά, αλλά αυτό τελικά μας οδηγεί σε ένα πολύ στενό πλαίσιο σκέψης που εκτιμά τα πλεονεκτήματα με πολύ περιορισμένους όρους που τίθενται μάλιστα απ' αυτούς που κάνουν τις προτάσεις, οι οποίοι συνήθως προέρχονται από την ελίτ στην κορυφή της κοινωνίας. Επιπλέον, αυτή η προσέγγιση εστιάζει στους παράγοντες που προβάλλονται στις καθημερινές συζητήσεις, οι οποίοι με τη σειρά τους καθορίζονται από τα ΜΜΕ, τα οποία με τη σειρά τους ανήκουν σ' αυτούς που κάνουν τις προτάσεις. Στο μέτωπο, τα γκάλοπ αναδεικνύουν το στόχο της επαναφοράς της οικονομίας «πίσω στα καλά της». Αποφύγετε την κατάρρευση. Καλή πρόταση είναι εκείνη που αμβλύνει ή αποτρέπει οι οικονομικές συμφορές, χαρίζοντας στην οικονομία ξανά την ισορροπία της. Κακή είναι η πρόταση που δεν κάνει αρκετά για να αμβλύνει ή ακόμη καλύτερα ν' αποτρέψει τις οικονομικές συμφορές, ενώ και αυτή επαναφέρει την ισορροπία στην οικονομία. Ακόμη χειρότερα, η οικονομική συμφορά ορίζεται από ετερόκλητες αυθεντίες ως η συνεχιζόμενη μείωση των προσδοκιών κέρδους. Και η «ισορροπία»; Τι σημαίνει αυτό; Εκεί είναι το πραγματικό πρόβλημα, επειδή αυτό που τα ΜΜΕ αποκαλούν «ισορροπία» είναι ουσιαστικά ένα ανισόρροπο χάος που πλήττει διαρκώς αυτούς που δεν κατοικούν σε ρετιρέ και η επιστροφή σ' αυτήν την κατάσταση δε θα μας ωφελήσει και πολύ. 

 

 

Έτσι έχουμε μία διαφορετική προσέγγιση για να εκτιμήσουμε τις προτάσεις, η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να βάλουμε σε τάξη τις σκέψεις μας μελετώντας τις λεπτομέρειες. Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει ότι θα υπάρξουν διαφορετικές πολιτικές τακτικές, ενέργειες, μεταρρυθμίσεις. Επίσης, αναγνωρίζει ότι όλες αυτές οι πολιτικές θα αποσκοπούν να σταματήσουν την κατρακύλα. Το επίμαχο σημείο δεν είναι αν πρέπει ν' αποφύγουμε την κατάρρευση, αλλά που θα βρισκόμαστε αφού την έχουμε αποφύγει. Αυτό είναι το σημείο που προβάλλει αυτή η προσέγγιση: Όταν θα ξαναμπεί το νερό στο αυλάκι, σε τι είδους αυλάκι θα βρισκόμαστε;

 


Απ' αυτή την ερώτηση προκύπτει μία αξιόλογη και διδακτική βάση για κρίσεις. Μια τέτοια πολιτική πρόταση θα δημιουργήσει μια νέα ισορροπία ισχύος μεταξύ των αντίπαλων τάξεων, εξίσου δυσάρεστη ή και ακόμη χειρότερη για τους φτωχούς σε σχέση με την ισορροπία πριν από την κρίση; Αν είναι έτσι, τότε είναι κακή. Ή θα υποθάλψει μία νέα ισορροπία ισχύος μετατοπισμένη προς όφελος εκείνων που βρίσκονται στον πάτο; Αν γίνει έτσι, τότε είναι καλή.

 


Αυτό το μοντέλο δεν αναζητά σε ποια χέρια θα καταλήξουν οι ελεημοσύνες του κράτους. Αυτό το μοντέλο ρωτάει ποιανού η δύναμη αυξάνεται και τίνος μειώνεται; Δίνει έμφαση στα πιο μόνιμα αποτελέσματα και όχι στις συνθήκες της στιγμής.

 


Αν οι τράπεζες και κάποια πλούσια πρόσωπα λάβουν γαργαντουικές κρατικές αποζημιώσεις – οι οποίες, παρεμπιπτόντως, είναι η συνηθισμένη διαδικασία σε κάθε περίπτωση, σ' όλες τις περιόδους – και αυτό αποτρέψει την κατάρρευση, αλλά επίσης ενισχύσει τη διαπραγματευτική δύναμη εκείνων που είναι στον πάτο, ενώ μειώνει τη διαπραγματευτική δύναμη των κεφαλαιοκρατών και των επαγγελματιών, πολύ καλά. Αν ήταν έτσι, το ότι αυτές οι αποζημιώσεις θα φαίνονταν αισχρές προς το παρόν θα είχε ελάχιστη σημασία σε σχέση με τις μακροχρόνιες συνέπειές τους. Παρόμοια, αν η παραχώρηση κεφαλαίων ή άλλων οφελών σ' εκείνους που είναι οικονομικά φτωχοί και αδύναμοι μείωνε μακροχρόνια τη διαπραγματευτική τους δύναμη, τότε, όχι, αυτό δε θα ήταν καλό, παρότι θα φαινόταν καλό σε μια πρώτη ματιά.


Φυσικά, στην πράξη, είναι πολύ συχνά αλήθεια ότι οι ελεημοσύνες ενισχύουν τους αποδέκτες, αλλά η παραπάνω εικόνα που περιγράφω επισημαίνει ότι αυτό που πραγματικά μετράει είναι οι μακροπρόθεσμες κοινωνικές σχέσεις.


Δε θέλω να φλυαρήσω υπερβολικά. Από τη στιγμή που επισημάνθηκε, το ζήτημα είναι σχετικά προφανές. Η εκτίμηση κάθε ειδικής οικονομικής διάσωσης ή άλλης βοήθειας ή αναδιανεμητικής ή επενδυτικής πρότασης γίνεται κατά ένα μεγάλο μέρος μέσα σ' ένα πλαίσιο, κατά περίπτωση φυσικά, ακόμη κι αν προσπαθώ να εφαρμόσω γενικά μοντέλα ευρέως εφαρμοζόμενα. Αλλά επιθυμώ να προσφέρω ένα παράδειγμα μεγάλης κλίμακας που να λειτουργεί πάντοτε, όχι μόνο τις περιόδους που ορίζονται από τις ελίτ ως κρίσεις, και για είναι σαφές το γενικό μοντέλο προσφέρω κάτι χειροπιαστό.

 


Για ποιο λόγο οι κεφαλαιοκράτες και άλλες οικονομικές και πολιτικές ελίτ υποστηρίζουν τις κρατικές δαπάνες που γίνονται στο στρατιωτικό τομέα και δεν επιθυμούν τις κρατικές δαπάνες για στέγαση των οικονομικά ασθενέστερων, για σχολεία στις φτωχές γειτονιές, για δημόσια περίθαλψη και άλλες κοινωνικές δομές; Πολλές απαντήσεις δίνονται, όπως ότι τα στρατιωτικά έξοδα δημιουργούν θέσεις εργασίας ή ότι ωφελούν τις μεγάλες εταιρίες, που πρέπει να ωφελούνται για το καλό της οικονομίας, ή ότι τα στρατιωτικά έξοδα ωθούνται από στρατιωτικά λόμπι ή ότι είναι αποτελεσματικά αποδίδοντας πραγματικά στρατιωτικά οφέλη. Πράγματι, αυτές οι εξηγήσεις επαναλαμβάνονται τόσο συχνά που τείνουμε να τις αποδεχτούμε, παρότι μία σκέψη λίγων λεπτών αποκαλύπτει ότι πρόκειται για ανοησίες.

 


Έτσι: Οι στρατιωτικές και οι άλλες δαπάνες υψηλής τεχνολογίας δημιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας ανά δολάριο από όλες τις άλλες δαπάνες που αναφέρθηκαν – δομές, στέγαση, περίθαλψη, πράσινες ανακατασκευές κτλ. Αυτή η εξήγηση λειτουργεί αντίθετα απ' αυτό που λένε. Από την άλλη, οι μεγάλες εταιρίες μπορούν εξίσου εύκολα να κατασκευάζουν νέα σχολεία, σπίτια, κτλ., όσο και αεροπορικές βάσεις και πυραύλους, αφού κερδίζουν σε κάθε περίπτωση. Αυτή η εξήγηση είναι ουδέτερη. Το ότι υπάρχουν κάποια πιο ισχυρά λόμπι που λειτουργούν υπέρ της μιας πολιτικής αντί της άλλης δεν απαντά στην ερώτηση – είναι η ερώτηση που εμείς προσπαθούμε ν' απαντήσουμε. Αυτή η εξήγηση απλά τροποποιεί την ερώτηση· γιατί υπάρχει μεγαλύτερη πίεση από την ελίτ (στις μέρες μας λέγεται ότι είναι λόμπι) υπέρ της μιας πολιτικής αντί της άλλης; Τελικά, μεγάλο μέρος των στρατιωτικών δαπανών δημιουργεί μόνο άχρηστα υλικά θαμμένα για πάντα και αυτό είναι πολύ ευπρόσδεκτο από τις ελίτ, παρακαλώ σημειώστε, γι' αυτό και επιμένουν – παρότι κάποιες στρατιωτικές δαπάνες όντως παράγουν πραγματικά μέσα καταστροφής – οπότε τουλάχιστον αυτή η εξήγηση έχει κάποιο νόημα, όσο ευτελές κι αν είναι το νόημα αυτό.

 

Αυτό είναι το είδος της ανάλυσης που θα μπορούσε παραπλανητικά να κάνει κάποια εξετάζοντας τις προτεινόμενες πολιτικές, τις στρατιωτικές δαπάνες, με τους δικούς τους όρους – αν η αναλύτρια βρεθεί σε πολύ καλή μέρα. Αν βρεθεί σε κακή μέρα, όμως, αυτό που θα ήταν πιο πιθανό να προκύψει είναι μια εκτίμηση της τεχνολογικής δυνατότητας των προτεινόμενων όπλων όσον αφορά την εξολόθρευση των εχθρών ή τον αριθμό των εργατών που θα απασχολούνται ή τα κέρδη που θα αποκομίζονται κτλ., χωρίς καμία συγκριτική σκέψη.

Τώρα, ας υποθέσουμε ότι η αναλύτρια αρχίζει με το κριτήριο της ισορροπίας δυνάμεων που αναφέρθηκε παραπάνω. Τότε αμέσως ρωτάει, ποια είναι η συνέπεια των δύο αντίθετων προτάσεων για κρατικές δαπάνες – στρατιωτικές και κοινωνικές – όσον αφορά το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των αντίπαλων τάξεων; Όπα, η ερώτηση απαντάει μόνη της. Με τις στρατιωτικές δαπάνες σίγουρα συνεχίζουν να βγαίνουν κέρδη και η οικονομία κινείται, ενώ παρέχονται και κάποια επιπρόσθετα μέσα για να προστατευθούν αυτά τα κέρδη σε περίπτωση που κάποιος τα διεκδικήσει, αλλά ξεκάθαρα δεν κάνει τίποτα για να αυξήσει τη δύναμη αυτών που βρίσκονται στον πάτο. Αντίθετα, με τις κοινωνικές δαπάνες θα συνεχίσουν, βέβαια, να βγαίνουν κέρδη και η οικονομία να κινείται, όμως όχι μόνο δε θα παραχθούν επιπρόσθετα μέσα για να προστατευθούν τα κέρδη, αλλά και θα βελτιώσει τις συνθήκες των εργαζόμενων ανθρώπων. Οι κοινωνικές δαπάνες θα τους προασπίσουν από την απειλή της ανεργίας. Θα εμπλουτίσουν την παιδεία τους και θα ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή τους. Θα βελτιώσουν την υγεία τους και θα τους ισχυροποιήσουν. Με λίγα λόγια, θα μπορούσε εύκολα να μετατοπίσει κάπως την ισορροπία των δυνάμεων προς όφελος των ασθενέστερων και έτσι να προκαλέσει μια πιο μακροπρόθεσμη μεταφορά πλούτου και δύναμης προς τα κάτω.

 

Με ελάχιστη σκέψη, οδηγημένοι από ένα χρήσιμο μοντέλο αξιολόγησης, φτάσαμε στην εξήγηση για τις πολλές στρατιωτικές δαπάνες. Η ελίτ, διαθέτοντας αρκετή δύναμη για να επιβάλλει τη βούλησή της, προτιμά τις στρατιωτικές δαπάνες από τις κοινωνικές. Και δεν είναι σαδιστές. Αν οι φτωχοί και κατατρεγμένοι μπορούσαν να βοηθηθούν λίγο χωρίς να επηρεαστεί η ισορροπία δυνάμεων, τότε κανένα πρόβλημα… Πράγματι, θεωρούν ότι η φιλανθρωπία είναι καλή και μερικές φορές τη χρησιμοποιούν για φιγούρα. Αλλά η ελίτ δεν κάνει γενικώς φιλανθρωπίες και σίγουρα δε θέλει η κυβέρνηση να δημιουργήσει προηγούμενο με ανάληψη πολιτικών που μπορούν να έχουν αρνητικές συνέπειες μακροπρόθεσμα στα κέρδη και τη δύναμη της ελίτ. Γι' αυτό, ο λόγος που κάνουμε στρατιωτικές δαπάνες αντί για κοινωνικές, σε μεγάλο βαθμό, δεν είναι επειδή οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν επιθυμητά, θετικά αποτελέσματα. Αντίθετα, είναι επειδή οι θετικές συνέπειες των κοινωνικών δαπανών για τη ζωή και τη δικαιοσύνη είναι μισητές και απορριπτέες από κείνους που επιθυμούν να διατηρήσουν την ήδη τόσο υπερδιογκωμένη εξουσία και θέση τους. Δεν είναι, μ' άλλα λόγια, ότι αγαπούν τα τανκς και τα βομβαρδιστικά. Είναι ότι απεχθάνονται τις υπηρεσίες περίθαλψης και εκπαίδευσης για τους πιο εξαθλιωμένους.


Αυτό το κίνητρο, από τη στιγμή που το αντιληφτούμε, μας σοκάρει, επειδή καταλαβαίνουμε ότι τόσο καιρό είμαστε άθελά μας συμμέτοχοι. Δεν εξαφανίζεται, όταν τα πράγματα γίνονται απειλητικά ακόμη και για τα ρετιρέ. Τα γενικότερα κριτήρια αυτών που είναι στην κορυφή για το ποια πολιτική είναι καλή ή κακή δεν αλλάζουν. Δεν πολεμούν ταξικά τους φτωχούς κάποιες φορές – το κάνουν όλο τον καιρό – και δεν το κάνουν επειδή είναι προσωπικά σαδιστές, αλλά επειδή θέλουν να προστατεύσουν και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Οι ίδιοι λένε στον εαυτό τους ότι αυτό είναι το ίδιο σα να προστατεύουν και να υπερασπίζονται τη ζωή, την αγάπη, την αξιοπρέπεια, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και κάθε τι άξιο και σωστό, σε μια προσπάθεια που αποτελεί την πιο παλιά πρόστυχη και ψεύτικη δικαιολογία.

 

Έτσι, ουσιαστικά, σκεφτόμενοι ποιες προτεινόμενες οικονομικές λύσεις να υποστηρίξουμε ή να προωθήσουμε ή να πολεμήσουμε αυτήν τη χρονική στιγμή ή οποιαδήποτε άλλη στιγμή, ας δούμε πρώτα τις συνέπειες που έχουν στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών. Πρώτα, ας κοιτάξουμε τις επιπτώσεις στις κοινωνικές τάξεις (στο κάτω κάτω αυτή είναι η σημερινή οικονομία) αλλά μετά ας δούμε και τις πολιτισμικές μειονότητες, τις καταπιεσμένες ομάδες με βάση τη σεξουαλική τους προτίμηση ή την ηλικία, τις τοπικές κοινότητες ή, αν θέλετε, ακόμη και τους τομείς των κορυφαίων εταιρειών. Η οικονομία θα επανέλθει σ' αυτό που οι βραχμάνοι-αυθεντίες αποκαλούν «ισορροπία» ή «κανονικούς ρυθμούς της αγοράς». Αυτό που έχει σημασία σ' αυτό το ταξίδι είναι οι μετατοπίσεις στη διαπραγματευτική δύναμη. Και ο λόγος που αυτές οι μετατοπίσεις έχουν αξία είναι ότι ακόμη κι όταν η οικονομία είναι στα καλά της και λειτουργεί κανονικά, παραμένει μια χυδαία αλλά αποτελεσματική μηχανή που χαρίζει κέρδη στους ισχυρούς, ενώ καταστρέφει τις ελπίδες, τα όνειρα, την αξιοπρέπεια και τις δυνατότητες των ασθενέστερων. Η αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης των τελευταίων μειώνει την αδικία και ίσως να αποτελέσει την αφετηρία για ένα καινούργιο ξεκίνημα, για ένα νέο σύστημα που πράγματι θα έχει ισορροπία.

 

Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου



Κίνημα Κατειλημμένων Εργοστασίων Αργεντινής:

Ο αγώνας για εργασία χωρίς αφεντικά συνεχίζεται

Μαρί Τριγκόνα

Αρχή φόρμας

 

Τέλος φόρμας

Ποιος θέλει να δουλεύει για κάποιο αφεντικό; Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα το ήθελαν. Από τη γέννηση του καπιταλισμού, κινήματα εργατών ονειρεύτηκαν την ουτοπία απελευθέρωσης της εργατικής τάξης από τα αφεντικά-εκμεταλλευτές. Η Αργεντινή υπήρξε η πατρίδα ενός φαινομένου που λέγεται αυτοδιαχειριζόμενες εταιρίες. Όταν ο ιδιοκτήτης αποφάσιζε να κλείσει ένα εργοστάσιο ή μια επιχείρηση, οι εργάτες, θέλοντας να σώσουν τις δουλειές τους, το καταλάμβαναν. Με τον καιρό, οι εργατικές καταλήψεις έγιναν ρεύμα. Σήμερα υπάρχουν και λειτουργούν πάνω από 200 διαχειριζόμενες από τους εργαζομένους εταιρείες. Στην καρδιά του Μπουένος Άιρες, της πρωτεύουσας της Αργεντινής, οι εργαζόμενοι ενός 20όροφου ξενοδοχείου κάνουν το ουτοπικό όνειρο πραγματικότητα.

Μπαίνοντας στο ξενοδοχείο BAUEN οι περισσότεροι πελάτες εκπλήσσονται από την εμπνευσμένη από το '70 διακόσμηση. Το BAUEN λειτουργεί όπως και κάθε άλλο ξενοδοχείο, με τη μόνη αλλά μεγάλη διαφορά ότι δεν έχει αφεντικό ούτε ιδιοκτήτη. Οι ένοικοί του εκτιμούν τη θέση του στο κέντρο της πόλης αλλά και τα πολιτιστικά δρώμενα που συμβαίνουν σ' αυτό. Οι ντόπιοι, πάλι, απολαμβάνουν το προσφάτως ανακαινισμένο μπροστινό café του BAUEN που λέγεται Ουτοπία.

Τα πράγματα δεν ήσαν πάντα έτσι «ζωντανά» σ' αυτό το λαμπερό ξενοδοχείο. Η Μαρία ντελ Βάλλε, εργαζόμενη στο  BAUEN, θυμάται την εποχή που οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να καταλάβουν το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο: «Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς βρέθηκα εδώ. Καταφέραμε να καταλάβουμε ένα εικοσαόροφο ξενοδοχείο, 220 δωμάτια, 7 σαλόνια, θέατρο, κομμάτι-κομμάτι. Καθαρίσαμε τα πρώτα χαλιά γονατιστοί, με βούρτσες. Μια πολύ μικρή ομάδα συντρόφων».

Το Δεκέμβριο του 2001, εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης της Αργεντινής, το ξενοδοχείο χρεοκόπησε και οι εναπομείναντες εργαζόμενοι απολύθηκαν από τον Μερκοτέλες, τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στις 28 Μαρτίου του 2003, μια ομάδα 15 εργαζομένων, μαζί με κάποιους υποστηρικτές τους, κατέλαβε το ξενοδοχείο.

Η Αρμίντα Παλάσιος, ράφτρα που έχει δουλέψει στο ξενοδοχείο για πάνω από 20 χρόνια, ήταν παρούσα όταν οι εργαζόμενοι έσπασαν τις κλειδαριές της πλευρικής εισόδου, στην αρχική κατάληψη. «Εμείς οι εργαζόμενοι και όλοι οι υποστηρικτές μας μπήκαμε στο ξενοδοχείο από την είσοδο της λεωφόρου Κοριέντες. Αυτή ήταν η είσοδος του προσωπικού. Απλώς μπήκαμε. Είχε ένα μικρό λουκέτο. Κόψαμε το λουκέτο και μπήκαμε. Πήγαμε στη ρεσεψιόν. Όταν είδαμε ότι υπήρχε και ηλεκτρικό ρεύμα, γιατί δεν πιστεύαμε ότι θα είχε και ρεύμα, αρχίσαμε να αγκαλιαζόμαστε και να κλαίμε».

Προσφάτως, η κοπερατίβα του BAUEN γιόρτασε τα 5 χρόνια εργατικής αυτοδιαχείρισης, αλλά οι εορτασμοί είχαν μια γλυκόπικρη γεύση. Όπως και σε πολλές άλλες ανακατειλημμένες επιχειρήσεις έτσι και στο BAUEN αναγκάστηκαν να λειτουργούν χωρίς καμιά νομική υπόσταση.

Μετά από 5 χρόνια η κοπερατίβα συνεχίζει να μην έχει καμία νομική υπόσταση και πέρυσι αντιμετώπισε μια δικαστική εντολή έξωσης. Ο Μάνουελ Μπενίτεζ, μέλος της κοπερατίβας του ξενοδοχείου, λέει ότι παρά τα προβλήματα με το νόμο, το κοινό συνεχίζει να υποστηρίζει το δικαίωμα των εργαζομένων να υπερασπίζονται τις δουλειές τους. «Ένας δικαστής αποφάσισε ότι το ξενοδοχείο πρέπει να παραδοθεί στον αρχικό του ιδιοκτήτη, τον Μαρκέλο Ιούρκοβιτς. Εκδόθηκε εντολή έξωσης με προθεσμία 30 ημερών. Κάναμε πολλές δράσεις σε συνεργασία με κάποιες οργανώσεις. Παραμένουμε ακόμα εδώ χάρη σ' αυτές τις οργανώσεις και χάρη στις διαδηλώσεις που έγιναν στο δρόμο εμπρός από το ξενοδοχείο. Έχουμε ασκήσει έφεση κατά της απόφασης έξωσης, αλλά η εκδίκασή της έχει καθυστερήσει. Όταν βγει η απόφαση του εφετείου δεν ξέρω τι πρόκειται να γίνει. Είμαστε εδώ χάρη στην υποστήριξη του κόσμου».

Όταν ήλθε η εντολή έξωσης τον Ιούλιο του 2007, χιλιάδες άνθρωποι κινητοποιήθηκαν όχι μόνον εναντίον της έξωσης αλλά και ζητώντας μια νομική και μακροπρόθεσμη λύση για το ξενοδοχείο, στο οποίο τώρα απασχολούνται 150 εργαζόμενοι. «Δουλεύω 20 χρόνια σ' αυτήν την εταιρία, ήξερα καλά τα αφεντικά. Για εμάς η λέξη διαπραγμάτευση ήταν πάντοτε αρνητική, πόσο μάλλον τώρα! Δεν έχουμε τίποτα να διαπραγματευτούμε μαζί τους! Το BAUEN είναι δικό μας, τους αρέσει – δεν τους αρέσει!» Αυτά είπε η  Αρμίντα Παλάσιος πάλι, μια 68χρονη εργαζόμενη και υποστηρίκτρια της κοπερατίβας, στην συνέλευση που έγινε λίγο μετά την παράδοση της εντολής έξωσης.

Η εντολή έξωσης ήλθε σ' απάντηση προηγουμένης αίτησης της εταιρίας Μερκοτέλες, την οποία το δικαστήριο αναγνωρίζει ως νόμιμο ιδιοκτήτη. Ο Σάμουελ Κάλιμαν, διευθυντής της  Μερκοτέλες, παρουσιαζόμενος στο δικαστήριο το 2006, δεν μπόρεσε να προσκομίσει την ταχυδρομική διεύθυνση της εταιρίας του, τα ονόματα του διοικητικού συμβουλίου και άλλες νομικής φύσεως πληροφορίες.

Το ομοσπονδιακό δικαστήριο δέχθηκε μια έφεση από την κοπερατίβα του BAUEN, η οποία προσωρινώς καθυστέρησε την εντολή έξωσης. Σύμφωνα με τον Φεντερίκο Τοναρέλι, τα κατειλημμένα από τους εργαζόμενους εργοστάσια της Αργεντινής, τα οποία δίνουν δουλειά σε περισσότερους από 10.000 ανθρώπους, χρειάζονται μια οριστική νομική λύση. «Οι κατειλημμένες επιχειρήσεις δεν έχουν ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο. Ένας εθνικός νόμος δημεύσεων όχι μόνο θα παρείχε στους εργαζόμενους νομικό δικαίωμα πάνω στα κτίρια αλλά και ένα πλαίσιο για όλες τις κατειλημμένες επιχειρήσεις».

Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, οι 150 συνάδελφοι της κοοπερατίβας του  BAUEN συνεχίζουν να αναδημιουργούν τους κοινωνικούς συσχετισμούς και να αντιστρέφουν τη λογική του καπιταλισμού. Ο Μαρκέλο Ντουάρτε έχει εργαστεί στο BAUEN για πάνω από 20 χρόνια. Λέει ότι οι εργαζόμενοι επιτυγχάνουν αυτό ακριβώς που οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται να κάνουν, να δημιουργήσουν δουλειές. «Παρ' όλο που οι κατειλημμένες επιχειρήσεις είναι σταγόνα στον ωκεανό, αλλάζουμε μικρά πράγματα, ίσως όχι όλα όσα θα θέλαμε. Σιγά σιγά ενσωματώνουμε νέες ιδέες. Δεν είναι μόνο το ότι οι εργάτες καταλαμβάνουν ιδιοκτησίες, αλλά δημιουργούμε και μια άλλη οικονομία ζώντας με αξιοπρέπεια μέσα από τη δουλειά μας. Εάν το κράτος δεν εφαρμόζει πολιτικές για να δημιουργήσει δουλειές, υπάρχουν εργαζόμενοι που με ταπεινότητα, διαφάνεια και αξιοπρέπεια εφαρμόζουν μια νέα φιλοσοφία για την εργασία».

Παρά τις οικονομικές και νομικές προκλήσεις, η κοπερατίβα του  BAUEN συνεχίζει να βελτιώνει τις υπηρεσίες της και να έχει τις πόρτες της ανοικτές και σε άλλους εργαζόμενους, προκαλώντας το σύστημα. Ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συνδικαλιστές και κοινωνικές οργανώσεις χρησιμοποιούν τακτικά τους χώρους του ξενοδοχείου για συναντήσεις και εκδηλώσεις. Το κίνημα κατειλημμένων εργοστασίων της Αργεντινής κάνει εκστρατεία σε όλη τη χώρα ζητώντας έναν εθνικό νόμο δημεύσεων, αντιμετωπίζοντας εξώσεις και νομική ανασφάλεια. Σε μια μεγάλη συναυλία ροκ, που έγινε πέρυσι, χιλιάδες άνθρωποι αποφάσισαν να αντισταθούν στη βίαιη έξωση των εργαζομένων από το  BAUEN αλλά και από άλλα κατειλημμένα εργοστάσια.

Η  Marie Trigona είναι συγγραφέας, ραδιοφωνική και κινηματογραφική παραγωγός με έδρα το Μπουένος Άιρες.

Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της στο mtrigona@msn.com.

Μετάφραση: Δημήτρης Δασκαρόλης



Η Διαπαιδαγώγηση ως Μέσο


Απελευθέρωσης της Νεολαίας


O Τιμ Άλεν παίρνει συνέντευξη από τη Σίνθια Πίτερς


Πώς μπορούν οι γονείς να συμπεριφέρονται με έναν μη καταπιεστικό τρόπο;

 

Δεν μπορούμε ούτε πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι οι γονείς ασκούν μεγάλη εξουσία πάνω στα παιδιά τους. Ασκούμε μάλιστα τη μεγαλύτερη εξουσία απ' όλες, με την έννοια ότι εμείς αποφασίζουμε αν θα τα φέρουμε στον κόσμο ή, στην περίπτωση της υιοθεσίας, αν θα τα δεχτούμε στην οικογένειά μας. Όταν δέχομαι ένα παιδί στην οικογένειά μου, εξακολουθώ να ασκώ μεγάλη εξουσία πάνω του. Εγώ αποφασίζω πού θα ζήσει, ποιο θα είναι το όνομά της, με ποιον θα συγκατοικεί, αν θα έχει αδέρφια, μέσα σε ποιες πολιτιστικές κοινότητες θα μεγαλώσει, τι γλώσσα θα μιλάει, τι θα τρώει, πόσο συχνά θα πλένεται και πόσο συχνά θα την παίρνω αγκαλιά.  

Αυτή η εξουσία δεν πηγάζει εξολοκλήρου από μένα. Κι εγώ επηρεάζομαι από άλλους θεσμούς μέσα στην κοινωνία. Π.χ. ο μισθός μου είναι που καθορίζει πού θα ζήσω και, κατά συνέπεια, μέσα σε ποια κοινότητα θα μεγαλώσω το παιδί μου. Επίσης, ο τρόπος που μεγάλωσα εγώ θα επηρεάσει τον τρόπο που θα μεγαλώσω το παιδί μου. Η πρόσβασή μου σε διάφορα προνόμια ή η αντίληψή μου σχετικά με το τι μπορεί να περιμένει το παιδί μου από τον κόσμο θα επηρεάσει αυτό που θα της μεταδώσω σχετικά με το τι μπορεί να περιμένει εκείνη από τον κόσμο κ.ο.κ.

Συνεπώς ως γονέας υφίσταμαι πολλές μορφές πίεσης, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής, οι οποίες επηρεάζουν βαθιά τις δυνατότητες, τις ευκαιρίες και τις αξίες που μπορώ να μεταφέρω στο παιδί μου. Νομίζω ότι το πιο σημαντικό πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε για να συμβάλουμε, ώστε οι γονείς να γίνουν λιγότερο καταπιεστικοί απέναντι στα παιδιά τους, θα ήταν να κάνουμε αυτούς τους θεσμούς λιγότερο καταπιεστικούς. Για παράδειγμα, αν καταργούσαμε το άγχος που δημιουργεί η φτώχεια και η ζωή σε έναν πολιτισμό ο οποίος δίνει έμφαση στις αξίες της αγοράς, θα απελευθερώναμε τους γονείς και τα παιδιά, ώστε να δημιουργήσουν οικογένειες έξω από τα ασφυκτικά όρια που θέτει η πίεση των οικονομικών αναγκών. Αν η κόρη μου σπάσει το χέρι της, το πρώτο μου μέλημα θα πρέπει να είναι η υγεία της και όχι ο φόβος μου για το πόσο θα μου κοστίσει ή το άγχος μου για το πώς θα κλέψω χρόνο από τη δουλειά μου για να προλάβω το ραντεβού του γιατρού. Θα ήταν καλό και για τους γονείς και για τα παιδιά, αν μπορούσαμε να μειώσουμε σημαντικά όλον αυτόν τον χρόνο που ξοδεύουμε για να διαχειριστούμε την πίεση ν' αγοράσουμε προϊόντα της Ντίσνεϊ, να συμμορφωθούμε με τις αξίες της Ντίσνεϊ και, γενικώς, να καταναλώσουμε διάφορες μορφές προϊόντων που προσφέρουν φευγαλέα ικανοποίηση. Επίσης, οι γονείς θα ήταν λιγότερο καταπιεστικοί απέναντι στα παιδιά τους, εάν δεν ήταν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν άθελά τους όλες αυτές τις καταπιεστικές συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τη ζωή στις βίαιες γειτονιές, δίπλα σε τοξικές χωματερές και σε κακοσχεδιασμένες πόλεις και προάστια που δημιουργούν ασφυξία και/ή απομόνωση αντί για την αίσθηση της κοινότητας.    

Η άμβλυνση του σεξισμού θα έδινε στην οικογένεια μια κατεύθυνση διαφορετική από το να είναι η εστία αναπαραγωγής των έμφυλων ρόλων. Σε αντίθεση με αυτό, θα μπορούσε να γίνει ένας χώρος όπου τα άτομα βιώνουν την αφοσίωση, την ανακούφιση, τη φροντίδα και την καθοδήγηση με τρόπους που δεν καθορίζονται αποκλειστικά από το φύλο. Η άμβλυνση των αμέτρητων τρόπων με τους οποίους οι γονείς καταπιέζονται από το ρατσισμό, το σεξισμό, την ταξική ιεράρχηση κ.λπ., θα έδινε την ευκαιρία στους ενήλικους να ολοκληρωθούν ως άτομα μέσα στους εργασιακούς χώρους, τις κοινότητες και τις οργανώσεις όπου δραστηριοποιούνται, βρίσκοντας εκεί ερεθίσματα, υποστήριξη και φροντίδα. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα εξαφανιζόταν ή θα μειωνόταν κατά πολύ και η ανάγκη τους να επιστρέψουν στο «ζεστό τους το σπιτάκι», προκειμένου να αναζωογονηθούν και να ξανανιώσουν λίγο άνθρωποι. Όταν η ιδιωτική σφαίρα αποτελεί το μοναδικό χώρο όπου τα άτομα λειτουργούν σύμφωνα με αξίες όπως η συντροφικότητα, η φροντίδα, η στοργή και η ανιδιοτέλεια, τότε ασκείται πάνω σ' αυτόν το χώρο ένας καταστροφικός βαθμός πίεσης.

 

Ας υποθέσουμε ότι θα εργαστούμε για να αλλάξουμε τους καταπιεστικούς θεσμούς και έτσι θα βελτιώσουμε τις δυνατότητες των γονέων να υιοθετήσουν μη καταπιεστικές συμπεριφορές. Εν τω μεταξύ όμως, θέλουμε να δημιουργήσουμε οικογένειες και θέλουμε να συμπεριφερόμαστε σωστά ως γονείς. Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό;

 

Το πιο σημαντικό, νομίζω, είναι να αναγνωρίσουμε και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για την εξουσία που ασκούμε. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εξουσία, μπορούμε όμως να την ασκήσουμε υπεύθυνα και να τη χρησιμοποιήσουμε με τέτοιον τρόπο ώστε να εμφυσήσουμε δύναμη στα παιδιά μας.

 

Οι γονείς μπορούν να δοκιμάσουν να οργανώσουν τις οικογένειες τους με τέτοιον τρόπο, ώστε τα παιδιά να μην εξαρτώνται πλήρως από αυτούς για την ικανοποίηση όλων των συναισθηματικών αναγκών τους. Οι οικογενειακές σχέσεις καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις ανθρώπινες σχέσεις. Δίνοντας στα παιδιά μας την ευκαιρία να βιώσουν μια ποικιλία σχέσεων, τους ανοίγουμε δρόμους και τους δίνουμε μια περιορισμένη έστω δυνατότητα να εξερευνήσουν μορφές ανθρώπινων σχέσεων οι οποίες δε βασίζονται στο πρότυπο της δικής τους οικογένειας.  

 

Οι γονείς μπορούν να κάνουν ό,τι χρειάζεται ώστε να μην πληγώσουν τα παιδιά τους – είτε σωματικά είτε ψυχικά.

Εμείς οι γονείς πρέπει να προσέχουμε να ΜΗΝ μεταχειριζόμαστε τα παιδιά μας σαν εξαρτήματα, σαν μέσο έκφρασης των δικών μας ανεκπλήρωτων πόθων και επιθυμιών ή σαν μικρά ανθρώπινα εργαλεία για να λύσουμε τα απωθημένα της δικής μας παιδικής ηλικίας. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά μας πρέπει να γνωρίζουν τι περιμένουμε από αυτά. Πρέπει να τους προσφέρουμε ξεκάθαρες κατευθύνσεις, κανόνες συμπεριφοράς και προσδοκίες σχετικά με τη συμπεριφορά μας μέσα στον κόσμο. Έτσι θα μεγαλώσουμε παιδιά που θα τα αγαπάμε και με τα οποία θα μπορούμε να ζήσουμε άνετα και δημιουργικά, ώστε να απολαμβάνουμε μια σχετικά εύρυθμη οικογενειακή ζωή.

Μπορούμε να θέσουμε ως προτεραιότητα την καλλιέργεια σχέσεων με τα παιδιά μας οι οποίες θα βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και όχι στο φόβο. Το κύρος μας θα πρέπει να στηρίζεται στην ειλικρινή μας προσπάθεια να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για το παιδί μας. Όταν λες στο παιδί σου, «ναι, μπορείς να παίξεις έξω, αλλά μην διασχίσεις το δρόμο», δεν ασκείς έλεγχο αυθαίρετα. Ενδιαφέρεσαι για το καλό του παιδιού σου, όσο καλύτερα μπορείς να κρίνεις, ανάλογα με το πόσο ασφαλές θα ήταν για το παιδί σου να διασχίσει ή όχι το δρόμο. Σε ιδανικές συνθήκες, το παιδί σου αντιλαμβάνεται και θεωρεί δεδομένο το ενδιαφέρον σου, εφόσον στο παρελθόν έχει διαπιστώσει, χάρη στην οξυδέρκειά του, ότι το έχεις φροντίσει αποτελεσματικά. Έτσι το παιδί μπορεί να αφοσιωθεί στο παιχνίδι του μέσα στον κήπο. Αν, από την άλλη όμως, έχεις χρησιμοποιήσει στο παρελθόν την εξουσία σου με ασυνάρτητο τρόπο, τότε το παιδί είναι πιθανό να μην λάβει υπόψη του ακόμα και τους λογικούς κανόνες που θα του θέσεις γιατί, πάλι χάρη στην οξυδέρκειά του, έχει διαπιστώσει ότι σε ενδιαφέρει λιγότερο το δικό του καλό και περισσότερο το να ασκείς έλεγχο πάνω του.

Εμείς οι γονείς μπορούμε να ακούμε τα παιδιά μας. Με αυτό δεν εννοώ να ξοδεύουμε 20 λεπτά για να διαπραγματευτούμε αν θα αγοράσουμε ένα ζαχαρωτό ή να απαντάμε στις γκρίνιες τους όταν τους ζητάμε βοήθεια στη μπουγάδα. Κάθε οικογένεια πρέπει να θέσει κοινούς κανόνες για την αγορά ζαχαρωτών και για τα καθήκοντα του πλυσίματος των ρούχων. Οι γονείς πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι κανόνες αυτοί θα τηρούνται ή θα αναθεωρούνται, όποτε χρειάζεται, ανάλογα με το πώς κρίνει η οικογένεια ότι μπορεί να ικανοποιήσει καλύτερα τις ανάγκες της. Στο κάτω κάτω αυτά δεν είναι σοβαρά θέματα. Δε χάθηκε ο κόσμος αν το πλύσιμο των ρούχων γίνεται κάθε μία ή κάθε δύο βδομάδες. Δεν προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στα παιδιά μας όταν αναλωνόμαστε σε διαπραγματεύσεις για τα ζαχαρωτά. Το πολύ πολύ να καταλήξουμε στην αγορά ενός ζαχαρωτού. Είναι πιο σημαντικό να είμαστε δίπλα στα παιδιά μας όταν αυτά εξερευνούν τον κόσμο και επεξεργάζονται αυτά που βλέπουν γύρω τους. Πρέπει να τα ακούμε και όχι να δίνουμε οδηγίες. Και να τους δείξουμε με τις πράξεις μας αντί με τα λόγια μας. Η συμπεριφορά μας είναι μη καταπιεστική όταν στηρίζουμε τα παιδιά μας στην προσπάθειά τους να καταλάβουν και να απορροφήσουν πληροφορίες, να αναλύσουν και να σκεφτούν κριτικά, να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους, να ελέγξουν τα συμπεράσματά τους, να δουν αν έχουν δίκιο ή άδικο, να προβληματιστούν, να αντλήσουν δύναμη και να δραστηριοποιηθούν μέσα στον κόσμο. Η συμπεριφορά μας είναι μη καταπιεστική απέναντι στα παιδιά μας όταν τους δίνουμε ένα παράδειγμα για το πώς να συμπεριφέρονται με υπεύθυνο τρόπο – όταν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας ως ενήλικες – προσπαθώντας να αλλάξουμε τον κόσμο μας, να τον κάνουμε πιο δίκαιο και πιο βιώσιμο. 

Θα ήμασταν επίσης λιγότερο καταπιεστικοί απέναντι στα παιδιά μας, αν συνειδητοποιούσαμε περισσότερο τα δικά μας προβλήματα και τις δικές μας εντάσεις που μεταφέρουμε στον ρόλο μας ως γονείς. Η αυτογνωσία μάς βοηθά να ξέρουμε πότε θα ήταν καλύτερο να απομονωθούμε κάπου για να ξεσπάσουμε την οργή μας ή/και πότε θα πρέπει να αναζητήσουμε βοήθεια, επειδή κάποια αδυναμία μάς δυσκολεύει να κάνουμε αυτό που θεωρούμε σωστό για την ανατροφή των παιδιών μας. Η συνειδητοποίηση αυτή μπορεί να είναι οδυνηρή, γιατί μπορεί να μη θέλουμε να εξερευνήσουμε τις αδυναμίες μας, αν και ως γονείς οι αδυναμίες μας έχουν συνέπειες σε άλλα ανθρώπινα πλάσματα – νεαρά ανθρώπινα πλάσματα, που δεν έχουν τη δυνατότητα να μας ανταλλάξουν με γονείς με λιγότερα ελαττώματα – ούτως ώστε να έχουμε μεγαλύτερη υποχρέωση να τις αναγνωρίσουμε και να τις αντιμετωπίσουμε.

 

Ξέρω ότι διδάσκεις τα παιδιά σου στο σπίτι αντί να τα στέλνεις στο σχολείο. Γιατί το κάνεις αυτό; Και, κατά τη γνώμη σου, πώς συγκρίνεται η διδασκαλία στο σπίτι με τη δημόσια εκπαίδευση;

 

Αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε τη διδασκαλία στο σπίτι αρχικά για προσωπικούς λόγους. Η μεγαλύτερη κόρη μας δε φαινόταν να είναι ευτυχισμένη μέσα σε μεγάλες ομάδες – όπως οι σχολικές τάξεις. Στο νηπιαγωγείο φαινόταν να αναπτύσσει ένα αίσθημα γενικής αδιαφορίας και αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό που δε θέλαμε να συνεχίσει να καλλιεργεί. Έτσι αποφασίσαμε να μην τη στείλουμε στην πρώτη δημοτικού.

 

Η απόφαση να «παρατήσει» η κόρη μας το σχολείο ήταν αρκετά δραματική. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τι σημαίνει να εγκαταλείπεις ένα θεσμό ο οποίος διαμορφώνει σε τόσο μεγάλο βαθμό τη μέρα σου και την αίσθηση και την ποιότητα του χρόνου σου. Σιγά-σιγά όμως αντικαταστήσαμε το σχολείο με τις δικές μας ανεξάρτητες δομές. Τα παιδιά έχουν σημαντικές φιλίες με ενήλικους που τα καθοδηγούν με διάφορους τρόπους, γνωρίζουν πολλούς γείτονες και άτομα από την κοινότητα, κάνουν εθελοντικές εργασίες για την MSPCA, μια οργάνωση ενάντια στην κακομεταχείριση των ζώων, ενώ ο μεγάλος μας γιος είναι υπεύθυνος του δημοτικού προγράμματος ανακύκλωσης της γειτονιάς. Έρχονται μαζί μου σε εκδηλώσεις και πηγαίνουν με τον πατέρα τους στη δουλειά. Κάθε Πέμπτη αφιερώνουν τη μέρα τους δουλεύοντας σε μια φάρμα βιολογικής καλλιέργειας. Περνούν πολύ χρόνο παίζοντας. Κατά καιρούς, ανοίγουν εγχειρίδια μαθηματικών και ορθογραφίας· επίσης, κρατούν ημερολόγιο και διαβάζουν. Όμως, τα περισσότερα από αυτά που «γνωρίζουν» τα έμαθαν μέσα από την εμπειρία. Είναι αυτό που λέμε «εκτός σχολείου» (unschoolers).

Σε μια μεγάλη οργάνωση όπως το σχολείο, τα παιδιά δεν έχουν μεγάλα περιθώρια να παρεκκλίνουν από το μέσο όρο – είτε στα μαθήματα είτε στη συμπεριφορά. Κανόνες, νόρμες, προγράμματα συμμόρφωσης, ποινές, ανταμοιβές, προσδοκίες, ακόμη και φάρμακα, χρησιμοποιούνται για να κρατήσουν τα παιδιά όσο γίνεται πιο κοντά στο μέσο όρο. Εκατομμύρια παιδιά διαγιγνώσκονται με μαθησιακές δυσκολίες, τους χορηγούν ριταλίνη, τα εξαγοράζουν, τα τιμωρούν ή τα καλοπιάνουν, προκειμένου να ακολουθήσουν το πρόγραμμα. Αν τα παιδιά απομακρυνθούν από τις προδιαγεγραμμένες νόρμες, τότε πώς θα μπορέσει να λειτουργήσει μια τάξη με 30 μαθητές ή ένα σχολείο με εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες μαθητές; Επιπλέον, πώς θα μπορέσουν τα παιδιά να μεταβούν από τον κόσμο της εκπαίδευσης σε αυτόν της εργασίας, εάν δεν έχουν μάθει να ανέχονται την πλήξη, να ανταποκρίνονται εύκολα (έστω και απρόθυμα) σε κανόνες, σε προσδοκίες και σε άνευ νοήματος ιεραρχίες, να καταπνίγουν τις φυσικές τους επιθυμίες και να τις αντικαθιστούν με άλλες, εξωτερικά επιβεβλημένες, να λαμβάνουν βαθμούς, πιστοποιητικά και άλλες ανταμοιβές όταν κάνουν καλά τη δουλειά τους, ενώ παράλληλα αποδέχονται τη δικαιολογία του «πικρού χαπιού» για ό,τι είναι χαζό, βαρετό και εξαντλητικό γύρω μας;

Φανταστείτε τις συνέπειες, αν δινόταν στα παιδιά η δυνατότητα να απορρίψουν τη μονοτονία, να αναπτύξουν εσωτερικά κίνητρα, να αμφισβητήσουν την εξουσία και να καλλιεργήσουν την ικανότητά τους να σκέφτονται σοβαρά και σε βάθος, αντί για πρόχειρα και επιφανειακά, πάνω σε θέματα που τα συγκινούν. Θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα της βαρετής και μονότονης δουλειάς και των αφεντικών. Θα μπορούσαν να επαναστατήσουν απέναντι στην ιδέα ότι το μόνο πράγμα που έχουν να προσφέρουν στην κοινωνία είναι αυτό που τους αποσπούν με όρους παραγωγικότητας – είτε να μαρκάρουν το σωστό κουτάκι με μολύβι νούμερο 2 (ως μαθητές), είτε να κατασκευάζουν καταναλωτικά γκάτζετ (ως εργάτες) και μετά να τα καταναλώνουν (στον πενιχρό ελεύθερο χρόνο τους).

Δε λέω ότι η διδασκαλία στο σπίτι είναι η πολιτική πανάκεια για όλα τα δεινά που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και τα σχολεία.

Τα σχολεία μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν καλύτερα για λογαριασμό περισσότερων ανθρώπων. Τα προοδευτικά άτομα θα πρέπει να αγωνιστούν προκειμένου τα σχολεία να ενθαρρύνουν τη διανοητική ελευθερία και την κριτική σκέψη. Δεν πρέπει απλώς να επιτρέψουμε, αλλά να ενθαρρύνουμε ενεργά τους διαφορετικούς τρόπους εκμάθησης. Θα πρέπει να καταργήσουμε τα τυποποιημένα τεστ, να σταματήσουμε τις ανταμοιβές και τις τιμωρίες, να καλλιεργήσουμε την εσωτερική πειθαρχία αντί για τα εξωτερικά κίνητρα, να ξανασκεφτούμε το νόημα των μαθησιακών δυσκολιών και να οραματιστούμε με καλύτερο τρόπο για ποιο πράγμα ακριβώς πρέπει το σχολείο να προετοιμάζει τα παιδιά.

 

Τέλος, θα πρέπει να αναλογιστούμε τι χάνουμε όταν τα παιδιά μας λείπουν όλη μέρα. Μερικοί επικριτές ανησυχούν ότι η διδασκαλία στο σπίτι αποκλείει τα παιδιά από τον πραγματικό κόσμο, αλλά από τη δική μου εμπειρία ισχύει το αντίθετο: βυθίζονται με άμεσο τρόπο μέσα σε αυτόν. Κατά συνέπεια, νομίζω ότι και οι δύο πλευρές επωφελούνται – τόσο τα παιδιά όσο και η κοινότητα. Ας ξανασκεφτούμε λοιπόν τη μεγάλη σχολική ημέρα, τα προγράμματα μετά το σχολείο και τις εξωσχολικές δραστηριότητες. Ας βρούμε τρόπους να γίνουν τα παιδιά μέρος του «πραγματικού» πραγματικού κόσμου. Αυτό ενέχει μεγάλες προκλήσεις, δεδομένου ότι συνεπάγεται στόχους όπως τη μείωση της εργάσιμης εβδομάδας, την εξάλειψη των μισθολογικών διακρίσεων, έτσι ώστε η παραμονή με τα παιδιά στο σπίτι να μην είναι μια πολυτέλεια που απολαμβάνουν μόνο οι πλούσιοι, την ενίσχυση των δομών οικογενειακής υποστήριξης, έτσι ώστε τα άτομα να μπορούν να επιλέξουν πραγματικά πώς να οργανώσουν τις οικογένειές τους, και την αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων που φορτώνουν συχνά στις γυναίκες την ευθύνη για τη διατήρηση της οικογένειας. Πολλά ζητάς, θα μου πεις. Όντως, αλλά το να ζητάμε πολλά δεν είναι κακό πράγμα και αποτελεί ίσως ένα καλό παράδειγμα που μπορούμε να δώσουμε και στα παιδιά μας.

 

Η Cynthia Peters είναι συγγραφέας, ακτιβίστρια και συντάκτης του περιοδικού The Change Agent (www.nelrc.org/changeagent). Έχει γράψει πολλά άρθρα για το ρατσισμό, το φεμινισμό και τους κοινωνικούς ρόλους των γενών. 

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαδάκης



Χρησιμοποιείτε Yahoo!
Βαρεθήκατε τα ενοχλητικά μηνύ ματα (spam); Το Yahoo! Mail διαθέτει την καλύτερη δυνατή προστασία κατά των ενοχλητικών μηνυμάτων
http://login.yahoo.com/config/mail?.intl=gr

Αναγνώστες